- Τραπεζῆες
- Τραπεζεύςatmasc nom/voc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραπεζῆες — τραπεζεύς at masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANIS Trapezites seu Mensarius — Homero non semel memoratur; Od. inprimis ρ. v. 309. Οἷοί τε τραπεζῆες κυν´ες ἀνδρῶν Γἰγνοντ᾿, ἀγλαΐης δ᾿ ἕεκεν κομέουσιν ἄνακτες. Quales sunt virorum mensarii canes, Quos delitiarum gratiâ nutriunt Reges. Τραπεζῆες, i. e. οἱ εν τραπέζῃ τρεφόμενοι … Hofmann J. Lexicon universale
τραπεζίτης — ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, ίτιδος, Α αυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό… … Dictionary of Greek
τραπεζεύς — έως, ὁ, Α 1. (στον Όμ.) (κυρίως με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην τράπεζα, στο τραπέζι («τραπεζῆες κύνες» τα σκυλιά που τρέφονταν από το τραπέζι, από τα φαγητά τών κυρίων τους, Ομ. Ιλ.) 2. ομοτράπεζος, σύνδειπνος 3. αυτός που ζει εις βάρος… … Dictionary of Greek